- ιπποκρατώ
- ἱπποκρατῶ, -έω (Α)υπερισχύω, είμαι υπέρτερος κατά το ιππικό, νικώ σε ιππομαχία2. παθ. ἱπποκρατοῡμαι, -έομαια) είμαι υποδεέστερος κατά το ιππικόβ) είμαι υπό την εξουσία ιππικής δύναμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -κρατῶ (< -κράτης < κράτος), πρβλ. ναυ-κρατῶ, τειχο-κρατῶ].
Dictionary of Greek. 2013.